Εγώ, είναι ένας άλλος - Ποιος Άλλος;


Το είπε ο Ρεμπώ: «Εγώ, είναι ένας άλλος». Όμως, γαμώτο μου Αρθούρε μου: Ποιος Άλλος;


(κείμενο για Τα Νέα του Βελγίου)

Φράση απ’ τον Εκκλησιαστή: «Ό,τι υπήρξε θα ξαναϋπάρξει, κι ό,τι έγινε θα γίνει κάποτε ξανά. Τίποτα δεν είναι καινούριο πάνω σ’ αυτή τη γη». Δύο σχόλια κι ένα συμπέρασμα. Σχόλιο πρώτο: Δε μ’ αφορούν οι θεολογικές ερμηνείες των λεγομένων του υιού του Δαβίδ, βασιλέως του Ισραήλ εν Ιερουσαλήμ, και επονομαζόμενου Εκκλησιαστή. Σχόλιο δεύτερο: ο Σολομών –γιατί περί αυτού πρόκειται– απλά διατύπωσε με άλλα λόγια, κι όχι δίχως κάποια διάθεση αποκρυφιστική, την κοινώς παραδεδεγμένη αντίληψη που αποφαίνεται ότι «ο Άνθρωπος δεν αλλάζει». Όμως, τι θα πει «δεν αλλάζει»; Θαρρώ πως σημαίνει ότι είναι καταδικασμένος απ’ τη φύση του να ζει, ξανά και ξανά, τις ίδιες και τις ίδιες εκφάνσεις αυτής ακριβώς της φύσης του. Έτσι, εις το διηνεκές, ο Άβελ τιμωρείται με την ποινή του θανάτου από τον Κάιν, η Αντιγόνη θάβει κατά παράβασιν του Νόμου τον Πολυνείκη, ο Πιλάτος υπεκφεύγει εύσχημα της σταύρωσης ενός αθώου. Εις το διηνεκές, ο Καλιγούλας χρίζει συγκλητικό το αγαπημένο του άλογο, τον Μεσαίωνα ξεπλένει η Αναγέννηση, ο Καντ ορίζει το Διαφωτισμό, κι ο Ιαβέρης αυτοκτονεί στον Σηκουάνα. Συμπέρασμα: Ο ανθρώπινος κόσμος, δηλαδή το πλήθος των εκδηλώσεών του, είναι εξαιρετικά πεπερασμένος. Όλες οι εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης έχουν διαπιστωθεί και, ανέκαθεν, αναπαράγονται ατέρμονα– «ουδέν καινόν υπό τον ήλιον» λοιπόν, διαπιστώνω κι εγώ με τη σειρά μου…

Τούτη η θεώρηση, σχηματικά αναπτυγμένη στο περιορισμένο εύρος μιας απλής παραγράφου, φιλοδοξεί –κι αλίμονο!: το πετυχαίνει– να πληροφορήσει τον αναγνώστη ότι, ούτε αυτός, ούτε και κανένας άλλος πάνω σ’ αυτή τη γη, πρόκειται να ζήσουν διαφορετικά την εκδοχή του εαυτού που επέλεξαν να είναι, απ’ όσους προγενέστερους –ή μεταγενέστερους– ζήσαν όμοια. Μοιάζει όλοι να ενδυόμαστε μορφές από μία απαράλλαχτη «διαθέσιμη γκαρνταρόμπα»· μοιάζει να είμαστε οι αναπόφευκτες μορφές μιας, πολύ συγκεκριμένης ως προς τις προσφερόμενες επιλογές, «πρωτεϊκότητας». Μπορεί βέβαια –κι αυτή είναι άλλη μια παραδεδεγμένη αντίληψη– να λέγεται ότι «κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός», που θα πει αναπτύσσει πρωτοβουλίες που τον συνιστούν ανεπανάληπτα, κι ο Καλιγούλας για παράδειγμα να μη χρίζει πια συγκλητικό ένα άλογο, ωστόσο, η αυθαιρεσία της εξουσίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη μ’ αυτό που εννοούμε όταν λέμε «πράσσειν άλογα»· ή, ακόμη, αν και δεν απαντάται πλέον εύκολα ένας Ρωμαίος και μία Ιουλιέττα, καθότι οι εποχές πιο υποψιασμένες, πάντως σίγουρα, όποιος είναι Ρωμαίος πράγματι, ακόμα φαρμακώνεται αν τα φέρει η τύχη έτσι και στερείται την Ιουλιέττα του. Εν τέλει ο Ιαβέρης, μπορεί να είναι ένας μπάτσος που να μη συγκινείται από λουλούδια στην κάνη του πιστολιού του –πόσο μάλλον ν’ αυτοκτονήσει όταν ένας φτωχοδιάβολος Αγιάννης τού αποδείξει την ανωτερότητα της ανθρωπιάς του–, ωστόσο, νύχτες μετά από άγριο μεθύσι, ψάχνει λυσσασμένα την καλή του τη στολή με το παράσημο ανδρείας έτοιμο καρφιτσωμένο πάνω της, και το φτύνει– αν βέβαια είναι πράγματι Ιαβέρης. Και, πάντως, η Αντιγόνη μπορεί να μη βρεθεί ποτέ ξανά εμπρός σε παρόμοιο δίλημμα, αφού ο Δήμος των Θηβών σα να εκπολιτίστηκε αποκτώντας σύστημα υγειονομικής ταφής απορριμμάτων, πάρα ταύτα, η πραγματική Αντιγόνη, πάντα απεργάζεται το σαμποτάζ στους Κρέοντες. Πιλάτοι δε, όσοι και οι νιπτήρες, και συνεπέστατοι στο δόγμα της «πολιτικής των ισορροπιών». Ώστε, αν και «κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός», που θα πει δικιά του εφεύρεση, αυτή του η μοναδικότητα μόνο μοναδικότητα δε συνιστά, καθώς όλες –μα όλες– αυτές οι «εφευρέσεις» έχουν νωρίτερα, στα βασικά τους γνωρίσματα, πατενταριστεί απ’ άλλους. Φυσικά Εκκλησιαστή μου: «ο Άνθρωπος δεν αλλάζει» και «ουδέν καινόν υπό τον ήλιον»· είμαστε ένα αδιάκοπο σούρτα-φέρτα επαναλαμβανόμενων εκδοχών της ανθρώπινης φύσης· ο Καλιγούλας, ο Πιλάτος, ο Ρωμαίος, ο Ιαβέρης, η Αντιγόνη, ο Κάιν– τι ματαιοπονία!, το λες κι εσύ, κεφάλαιο 1, στίχος 2: «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης».

Για όλους λοιπόν ισχύει ό,τι ακριβώς ορίζει ο πρώτος κανόνας της ζωγραφικής: όλα τα χρώματα αποτελούν απλώς αποτυπώσεις που ανάγονται στα τρία βασικά– κόκκινο, κίτρινο και μπλε· έτσι, όλοι συνιστούμε απλώς υποπεριπτώσεις πεπερασμένων και πολύ συγκεκριμένων ανθρώπινων περιπτώσεων. Τούτες οι περι-πτώσεις, έχουν εγχαρακτεί δια παντός στο «μαύρο κουτί» της ανθρώπινης ατράκτου, που ορίζει εσαεί τη βασική γραμμή πλεύσης που ακολουθεί κάθε «περιπλανώμενος του βίου», περιέχοντας τις ταυτότητες όλων των επιβατών– όπου, ως «επιβάτες» λογίζονται –ευθέως ανάλογα με το παράδειγμα των χρωμάτων– οι βασικοί ανθρώπινοι τύποι, απ’ τους οποίους προκύπτουν όλες οι δυνατές παραλλαγές: οι αποχρώσεις. Έτσι, ο καθένας ταξιδεύει τον επιβάτη του, συνταξιδεύει, όπως συνταξιδεύει στο μωβ το κόκκινο και το μπλε, κι ως προς αυτό:

σκέψου τη Μαρία, απόφοιτο της σχολής Καλών Τεχνών, βαδίζει και σκέφτεται ένα ηλιοτρόπιο του Βαν Γκογκ, το σκέφτεται και ασυναίσθητα πειράζει το σκουλαρίκι στ’ αυτί της, όλη της η σκέψη είναι αυτό το ηλιοτρόπιο, ένα κατακίτρινο ολοστρόγγυλο βλέφαρο και στη μέση ένα μαύρο μάτι, το βλέπει σαν Κύκλωπα, είναι ένας Κύκλωπας εκτυφλωτικός, την τυφλώνει, ίδια Οδυσσέας τώρα περιπλανιέται στις οδούς της πόλης, ίδια Οδυσσέας θα δέσει κάβους και θα λύσει κάβους, φύση περιπετειώδης, θα ταξιδέψει πολύ σ’ όλες της μεριές της πόλης, ίδια Οδυσσέας θα βουλώσει τ’ αυτί με το σκουλαρίκι και θ’ απομονωθεί απ’ όλους, γυρεύει χρόνια-τώρα κάτι που θα το πει Ιθάκη, θα βρει ένα παλιό μπουρδέλο, όπου μνηστήρες ασκούνταν στην αναμονή μέχρι να τους δεχτεί η πόρνη, θα τ’ ονομάσει πατρίδα, και θα εκθέσει το ταξίδι της· σε μια γωνιά θά ’χει ρίξει φλούδια από ηλιόσπορο, θ’ αφήσει το έργο «Άτιτλο», ελλειπτικό μιας Οδύσσειας από παγκάκι σε παγκάκι μιας αφιλόξενης πόλης. 

Ή, πάλι, σκέψου μιαν άλλη Μαρία· πλένει τα πιάτα στο νεροχύτη, είναι λιγάκι τσαπατσούλα, βιαστική, ένα πέρασμα με σαπουνάδα κι ένα ξέπλυμα στα γρήγορα, της αρέσουν τα αστυνομικά, διαβάζει μανιωδώς τα κατορθώματα του Ηρακλή Πουαρό, γι’ αυτό και βιάζεται, ο Πουαρό έχει ήδη επιστρατεύσει τα εγκεφαλικά του κύτταρα και πρόκειται να ξεδιαλύνει το μυστήριο, κι όμως, η Μαρία διέκοψε ακριβώς επάνω στην κορύφωση της ιστορίας, εκεί όπου η αγωνία την κάνει να κατατρώει τα νύχια της και να κρυφοκοιτά κάμποσες γραμμές παρακάτω καθώς διαβάζει, είναι ένα τρικ, ένα αναγνωστικό βήμα πρωθύστερο, η ταυτότητα του δολοφόνου είναι κάπου εκεί, λίγες σειρές παρακάτω, η Μαρία το ξέρει, κι όμως, παράτησε τη σελίδα για να πλύνει τα πιάτα, και τώρα τα πλένει κακήν-κακώς, ίδια Ευρύκλεια ξεπλένει τη στοίβα με τ’ άπλυτα όπως εκείνη το κορμί του κύρη της, μόλις ανακαλύπτει την αλήθεια: η ώρα που περίμενε έφτασε, κι ίσως νά ’ταν καλύτερα να μη φτάσει, γιατί τελειώνει η ιστορία, κι ύστερα επιστρέφεις στα καθημερινά βάσανα, μαγείρεμα-φασίνα-μπουγάδα, όλα να τα προλάβεις, ίδια Ευρύκλεια που έμαθε να ζει μ’ αρθριτικά, ψυχή του σπιτιού, σε σπίτι ψυχοβγάλτη. 

Και σκέψου τη Μαρία κωλ-γκέρλ, μυρίζει σπέρμα και κολόνια ακριβής αλυσίδας, χρεώνει με βάση τον τρέχοντα «τιμοκατάλογο», η σάρκα της ακολουθεί την κύμανση μεταξύ πληθωρισμού κι αποπληθωρισμού, δεν έχει «αντικειμενική αξία», η σάρκα της είναι ο Σάντσο Πάντσα, ακολουθεί πειθήνια έναν τρελό δελαπατρίδη νταβατζή: τον Δον Καπιταλισμό πασών των Αγορών. Και τη Μαρία τηλεφωνήτρια στατιστικής υπηρεσίας, θέση 23– όσα και τα χρόνια της, γράφει ποιήματα ερωτικά, πικρά, είναι χαζούλα και πνίγεται σε μια κουταλιά νερό, είναι παρθένα και φοβάται μήπως μείνει για πάντα, έχει εθιστεί στο τηλεφωνικό σεξ, βρίσκει αγνώστους μέσω ίντερνετ και αυνανίζεται ενοχικά, στατιστικά προτιμά αυτούς που τη λένε «καύλα» κι όχι «μωρό», όπως Σαλώμη στο τέλος της τηλεφωνικής πράξης θέλει να τους πάρει το κεφάλι, τους μισεί, όπως μισεί τα επταψήφια τηλεφωνικά νούμερα πρωτευούσης, καθένα τους κι ένα πέπλο που σαβανώνει την αυτοεκτίμησή της– στο τέλος πάντα θέλει να τους πάρει το κεφάλι, τους μισεί, πρόδρομοι όλοι τους της πιο υγρής, της πιο απτής, εσωστρέφειας.

Και σκέψου τη Μαρία.., και τη Μαρία.., και τη Μαρία– και τη Μαρία μαθήτρια της πρώτης Δημοτικού, πριν λίγο έγραψε με ωραία καλλιγραφικά γράμματα όλη την αλφαβήτα, δε σταμάτησε να έχει τη γλώσσα της μαγκωμένη ανάμεσα στα χείλη, να ξεπετάγεται απ’ τα πλάγια, στο «ρο μικρό» κότσαρε στην ουρίτσα του έναν σαλίγκαρο, όπως στο όνομά της, ο πατέρας της θα φυλάξει το τετράδιο, όταν μεγάλη πια ανοίξει την κούτα με τα σχολικά, και ξεφυλλίσει τα τετράδιά της, δε θα ντραπεί για τα ορθογραφικά της, υπογραμμισμένα και διορθωμένα με κόκκινο στυλό, θα ντραπεί γι’ αυτή την ουρίτσα, θα ντραπεί γι’ αυτόν τον σαλίγκαρο, θα τον θεωρήσει –στη γλώσσα των μεγάλων– «εξτραβαγκάντζα», ίδια Ηρόστρατος θα σκίσει τη σελίδα και θα της βάλει φωτιά, ύστερα, μόλις αντιληφθεί ότι το καρτελάκι στο εξώφυλλο αναγράφει «Μαρία» με σαλίγκαρο, θα βάλει σ’ όλο το τετράδιο φωτιά, θα θεωρήσει κι αυτή την κίνηση «εξτραβαγκάντζα», ίδια Ηρόστρατος θα κάψει τον παιδικό της κόσμο, και ίδια Εφέσιοι θ’ απαγορέψει έτσι τη μνεία του παιδικού της ονόματος. Και σκέψου όλες τις Μαρίες της γης σα Μαρίες-μπαταρίες, φορτισμένες απ’ το ίδιο ανθρώπινο καύσιμο που κάψανε άλλοι πριν απ’ αυτές, ρυθμισμένες στην ίδια ανθρώπινη πολικότητα που παγίωσαν άλλοι πριν απ’ αυτές, να ζωντανεύουν μέσα τους, και να ζούνε μέσα τους, άλλους, που ζήσανε πριν απ’ αυτές…

Χρειάστηκαν τελικά περίπου τρεις πυκνογραμμένες κόλες και αρκετές Μαρίες, για να αποδοθεί μια σκέψη που ο Ρεμπώ συνόψισε άψογα, και πλέον αποκαλυπτικά, σε τέσσερεις μόλις λέξεις: «Εγώ, είναι ένας Άλλος».

Σύμφωνοι λοιπόν Αρθούρε μου, όμως το γαμημένο θέμα μου είναι… «Ποιος Άλλος;».


Δεν υπάρχουν σχόλια: