Παρ' το ρε πούστη. [1:03]



[1:03]

Παρ’ το ρε πούστη
το μπσήφο
το μπούλο
το μπέο
το μπειραιά
το μπαναγιώταρο

παρ’ το ρε πούστη
γιατί έτσι γαμάει

την πουτάνα εξουσία


ο μέσος γκλέτσος.

Status update



Τέσσερεις τρίτες σκέψεις για «Το Ποτάμι»
ή
Αμλετικές συστάσεις τύπου «Καλησπέρα-Καλησπέρα σας» σε νεκροκεφαλή
ή
Ιστορίες για να σκεφτόμαστε διαφορετικά


Α. Σκύψε στο «Ποτάμι», και θα δεις την καρικατουρίστικη αντανάκλαση της εξέγερσης των προνομιούχων: τη ρέουσα τάξη του μέλλοντος.

Β. Πιες απ’ το «Ποτάμι», και θα δηλητηριαστείς απ’ το θέαμα: σύμφωνα με τις μετρήσεις του «Γενικού Αφεντικού Χημείου του Κράτους», τα νερά του περιέχουν τοξικά ποσοστά εκείνης της παθητικότητας που απαντάται στον χημικό τύπο:
«Πρωταγωνιστές μείον Επιθυμίες ίσον Κομπάρσοι»


Γ. Μπες στο «Ποτάμι», για εξαγνισμό, μιας και «πάει πολύς καιρός που σ’ αυτόν τον απόπατο η δυσωδία έγινε αφόρητη». Γιατί όταν οι άνθρωποι πεθαίνουν, μυρίζει ανυπόφορη πτωμαΐνη. (#Farmakonisi)

Δ. Βούτα στο «Ποτάμι», όμως γνωρίζοντας πως το «Ποτάμι» δεν είναι οποιοδήποτε ποτάμι: είναι το αποτέλεσμα της εκτροπής του «Μεγάλου» Καναλιού. Σ’ αυτό το «Ποτάμι» βαφτίζει το εκλογικό σώμα ο κεντροαριστερός «Πρόδρομος». Γνωρίζει ήδη το τέλος του: «αποκεφαλισμός». Όμως με τη θυσία του αυτή θέλει να μπει στο τέμπλο εκ δεξιών του «Μεσσία».





-Πάρε ένα ποτάμι ρε μαλάκα...
-Πάρε ένα μαλάκα ρε ποτάμι...



Τζολίν


Μονόγραμμα για την αντι-ελύτ



Τζολίν, Τζολίν, Τζολίν, Τζολίν
I’m begging of you please don’t take my man
Τζο Λιν, Τζο Λιν, Τζο Λιν, Τζο Λιν
Please don’t take her even though you can…

Θά ’θελα νά ’χα στα μυαλά μου εκείνη την ερωτική αντίληψη που είχε ο Ελύτης όταν έγραφε τους δύο πρώτους στίχους των Προσανατολισμών: «Ο Έρωτας, Το Αρχιπέλαγος»… Θά ’θελα –αχ πώς θά ’θελα– να σκέφτομαι τον ερωτικό τον οίστρο σαν τον παράφορο μαΐστρο, που τα σωθικά της θάλασσας φουντώνει και τα γόνατα λυγάει ως και των πιο ξεψαρωμένων γλάρων. Θά ’θελα να σκέφτομαι το «ψάρωμα» και το πελάγωμα το ερωτικό, σαν το ξελίγωμα ψαριού μπροστά στ’ αγκίστρι, κι αντίστοιχα, σαν το μαράζι του φυκιού σαν σ’ ακουμπάει στο πόδι, και κλωτσάς. Θά ’θελα νά ’βλεπα τ’ ανάκατα ερωτικά στομάχια, με όραση φωσφορική, σαν έλκος χταποδιού που το σπαράσσει στο κεφάλι, και σαν την αναγούλα της σουπιάς που φαρμακώθηκε με μαύρες ασπιρίνες. Θά ’θελα νά ’χα ποιητική αδεία και προδιάθεση, για νά ’βλεπα τα κομματιάσματα από έρωτα, σαν ξεβρασμένους αστερίες-πτώματα που ξεραθήκανε στον ήλιο, κι ανεπανόρθωτα έσπασαν κάτω απ’ τα πέλματα ξυπόλυτων ταγμάτων παραθεριστών της καύλας, που είδηση δεν πήραν. Θά ’θελα νά ’χα ποιητικές εκλάμψεις κι ενορμήσεις, ποιητικές ιδέες, για νά ’βλεπα αυτούς που απομείνανε «πλατωνικοί» καθώς τους λεν, τους ανεπίδοτους κι αυτούς τους ατελέσφορους, τους έρωτες της μιας μεριάς και τους μονόπαντους, και να τους έβλεπα σαν χέρια του αγάλματος της Αφροδίτης απ’ τη Μήλο, που στου πελάγους ξέμειναν τα βάθη, προσφέροντας για πάντα και στο πουθενά αζήτητα ερωτικά λαχεία. Θά ’θελα νά ’χα εκείνη την ποιητική τη φλέβα, εκείνη την γαλαζοαίματη ποιητική κληρονομιά, για να μπορώ να βλέπω τα πρώτα αναστενάγματα των κρεβατιών, τις πρώιμες πυρετικές της σάρκας επαφές, σαν χλιμιντρίσματα ιπποκάμπων, σαν θυρανοίξια οστράκων, σαν εισχωρήσεις άμαθες των αγγουριών της θάλασσας σε μέδουσες μουσκίδια, σαν εκκενώσεις σπλάχνων των τεράτων της αβύσσου. Θά ’θελα, θά ’θελα, θά ’θελα… θά ’θελα –ναι θα τό ’θελα– να ήμουν ποιητής. Θά ’θελα νά ’μουν ποιητής για νά ’βλεπα αντί για το φιλί στο στόμα, αντί για το ματς-μουτς α λα φρανσέ, μία ερωτική ρουφήχτρα έρωτα, και πάθους, και λατρείας…

Αλλά γαμώτο είμαι πεζός, κι αυτά που σκέφτομαι πεζότερα, κι αυτά που γράφω –ραβασάκια του κλισέ· της σαχλαμάρας– ακόμη πιο πεζά: σα θάλασσα νερόβραστη κι ανάλατη μαζί. 

Αλλά γαμώτο είμαι τετράγωνος, κι αυτά που σκέφτομαι τετράγωνα πολύ, κι αυτά που γράφω στο τετράγωνο τετράγωνα: αντιερωτικά, κι αντιποιητικά, κι αντι-ελύτ

Κι ύστερα λέω στην Τζολίν «μη μου τον πάρεις», κι ύστερα λέω στον Τζο Λιν «μη μου την πάρεις», μη μου τον πάρεις μακριά, μη μου την κλέψεις· ξέρω: είσαι ικανή κι ασυναγώνιστη, ξέρω: είσαι τέλειος δε σε φτάνω· ξέρω: μπορείς να τον αρπάξεις, ξέρω: μπορείς να την μαγέψεις· έχεις Τζολίν τον τρόπο στο ξελόγιασμα, έχεις Τζο Λιν τον τρόπο στο ψηστήρι· κατέχεις Τζο και την πειθώ και την εμφάνιση, κι εσύ Τζολίν και τον αέρα και τα κάλλη· αλλά μωρέ, είμαι κι εγώ εδώ και τόνε θέλω, είμαι κι εγώ εδώ και που την αγαπώ· ντάξει: δεν είμαι θάλασσα και κύμα και πλημμύρα, ούτε και μπαίνω στην αγάπη σαν πανσέληνος1, δεν είμαι λίβας και μελτέμι και μαϊστράλι, ούτε και έχω μία γεύση τρικυμίας στα χείλη2· αλλά να: έχω κι εγώ μία λουρίδα φεγγαράκι μέσα μου, μα να: έχω κι εγώ το κατιτίς μου από δροσάδα στο φιλί μου· έχω κι εγώ μωρέ μια τρικυμία εν κρανίω, έχω μωρέ κι εγώ σαν άνθρωπος μες στην ψυχή μου άβυσσο…

Αυτά που λες λέω στην Τζολίν, αυτά τα ίδια στον Τζο Λιν, αυτά και πάλι αυτά λέω και σ’ όλους, ή σε όλες, 

που σε πολιορκούν αγάπη μου

και σκέφτομαι, και σκέφτομαι, και σκέφτομαι… πως είναι τελικά κι αυτός ο Έρωτας μωρέ: 

μια ποίηση για λίγους…

***

1,2Ελύτης: «Το μονόγραμμα» | «Η Μαρίνα των βράχων»

Καύσιμο για τα παραπάνω η εκπομπή της 12ης/2/14 του radio_sociale

Η νίκη του νερού πάνω στο αίμα



διαχωριστικό (το): σταθερή ή κινητή κατασκευή που χωρίζει ένα χώρο στα δύο σαν τοίχος [από το «Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής»] || διαχωριστικό (το): αυτό που σου υψώσανε ώστε να μη σε βλέπουν [από το λεξικό «Πόσο πιο λιανά να σου τα πω»]   
















Λέει κάπου στους Χτίστες ο Γιώργος Χειμωνάς: «Είναι ένας τοίχος αλειμμένος μ’ ένα υλικό σαν σημασία».

Μ’ έναν τέτοιο τοίχο βρέθηκα τετ-α-τετ τις προάλλες. Για την ακρίβεια όχι τοίχο: πιο σωστά «διαχωριστικό» θα έπρεπε να πω. Απ’ αυτά τα μεταλλικά που στερεώνονται γερά σε τσιμεντένιες βάσεις, και που το ύψος τους είναι τέτοιο ώστε να κρύβει τη θέα σε εργοτάξια. Απ’ αυτά που συναντά κανείς καθημερινά, και που συνήθως περιορίζουν το πλάτος του δρόμου ή του πεζοδρομίου. Απ’ αυτά που σαν τα δεις, αμέσως υποθέτεις πως εντός του χώρου που περιφράσσουν «Εκτελούνται Έργα». Και τέλος πάντων απ’ αυτά που λειτουργούν σαν «προστατευτικά»: προστατεύουν εμάς τους υπόλοιπους ανθρώπους από το εργοτάξιο, και το εργοτάξιο από εμάς τους υπόλοιπους ανθρώπους… Μέσα σε τέτοια «διαχωριστικά» είναι που φτιάχτηκαν τα μετρό, αλλά και τόσα άλλα. Μέσα σε τέτοια «διαχωριστικά» είναι που συντελείται αυτό που αποκαλούμε με τον κοινό κι αφηρημένο όρο: «πρόοδος». Κι είναι έτσι σαν… η πρόοδος αυτή να συντελείται εν αγνοία μας: δηλαδή, μολονότι ενημερωνόμαστε σχετικά με το έργο που πραγματοποιείται «εντός των τειχών», ουδεμία οπτική επαφή έχουμε μαζί του μέχρι την –ευλογημένη για κάποιους· για κάποιους άλλους αναθεματισμένη– ώρα που θ’ αποσυρθούν αυτά τα «διαχωριστικά», για ν’ αποκαλυφθεί επιτέλους, εν όλη του τη δόξη, το κατασκευαστικό αποτέλεσμα. Εντάξει, εδώ που τα λέμε, δεν έχουμε άγνοια κι όλοι μας: φαντάζομαι πρέπει να εξαιρέσουμε αυτούς που διαμένουν στα υψηλά διαμερίσματα των παρακείμενων πολυκατοικιών. Αυτοί οπωσδήποτε κάτι παραπάνω βλέπουν. Αν και γνώμη μου είναι πως σίγουρα θ’ αντάλλασσαν αυτή τους τη γνώση με τη δική μας άγνοια: ο θόρυβος βλέπετε… Κι η σκόνη…

Τέλος πάντων.

Όπως και νά ’χει, το δικό μου «διαχωριστικό» δεν υπολειπόταν σε σημασία από τον τοίχο του Χειμωνά – το υλικό του «διαχωριστικού» μου δηλαδή δεν υπολειπόταν…

Κι αυτό γιατί το μεταλλικό μου «διαχωριστικό» είχε από πάνω ως κάτω καλυφθεί από χάρτινα απομεινάρια αφισών. Αφισών που διαφήμιζαν συναυλίες, πάρτυ, δίαιτες, θέατρα και ταινίες· που καλούσαν σε πορείες, απεργίες, αλληλεγγύες· που παρωθούσαν σε διαμαρτυρίες· που τάζανε εργασίες· που πούλαγαν βλακείες… Αφισών που αφού παστώθηκαν με αλευρόκολλα η μια πάνω στην άλλη, εν συνεχεία σκίστηκαν, ξεσκίστηκαν, και ξεσκιστήκανε πατόκορφα εν τέλει, αφήνοντας το «διαχωριστικό» μου μ’ ένα χάρτινο μακιγιάρισμα που διόλου δεν μπορεί να περηφανεύεται για… ματ αποτέλεσμα. Τουναντίον: ξεφλουδισμένο και σαγρέ, το πρόσωπο του «διαχωριστικού» μου ήταν σαν καλυμμένο από χάρτινα λέπια. Κι είχε άμεση ανάγκη από ένα γερό λίφτινγκ…

Ε, τι νά ’κανα κι εγώ; Πήρα μια μεγάλη σπάτουλα κι άρχισα με νέφτι να τρίβω και να ξύνω. Μ’ όλη μου τη δύναμη: έξυνα κι έτριβα, έξυνα κι έτριβα…

Όταν καθάρισα περίπου ένα καλό τετράγωνο σε μέγεθος παραθύρου, πήρα μια ανάσα, κι αφού χάζεψα για λίγο το καθαρό μεταλλικό μουτσούνι του «διαχωριστικού» μου που με τόσο κόπο αποκάλυψα, κοντοστάθηκα, έβγαλα το γεμάτο μου σπρέυ κι έγραψα με ωραία γράμματα:


Κι έμεινα να κοιτώ το «διαχωριστικό» μου, τα έργα που εκτελούνται, τα έργα που δεν εκτελούνται, την «πρόοδο», τη σημασία τους, τη σημασία της, τη σημασία μου, τη σημασία του «διαχωριστικού» μου… 


-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- 
Ευχαριστίες στη Δέσποινα (aka @klutaiplustra) για τις τρεις εύστοχες φωτογραφίες της
Ο τίτλος του κειμένου είναι δανεικός από το ομώνυμο ποίημα του Γιάννη Βαρβέρη, της συλλογής Στα ξένα
Εκλεκτικές κειμενικές συγγένειες: Για περάστε κι από δω  


Τρεις αναίσθητες ιστορίες


*Οι φωτό 1&2 είναι της @klutaiplustra


1. Κλίβανος vs Φαρμακονήσι: καθαρός άσσος

Θα σκεφτώ πολλές φορές τη λέξη «κλίβανος»: Κλίβανος, κλίβανος, κλίβανος, κλίβανος, κλίβανος, κλίβανος, κλίβανος –σκέψου κι εσύ μαζί– κλίβανος, κλίβανος, κλίβανος, κλίβανος, κλίβανος, κλίβανος, κλίβανος, κλίβανος, κλίβανος –μη σταματάς– κλίβανος, κλίβανος, κλίβανος, κλίβανος, κλίβανος,...
Δεν είναι σα να είμαστε ήδη μέσα;
Ωραία που θα καθαρίσουμε!!!
Ωραία που θα γίνουμε τζιτζί!!!
Είδες τι κάνουν οι σωστές σκέψεις;
Οι σωστές σκέψεις κάνουν καθαρούς ανθρώπους.
Όπως οι σωστοί κλίβανοι κάνουν καθαρά μαχαίρια.
Άρα: Κάθε φορά που σκέψεις άσχημες μας φαρμακώνουν
εμείς –σύμφωνοι;– σκεφτόμαστε τον κλίβανο.
Και καθαρίζουμε.
Σαν τα μαχαίρια.





2. All work and no play makes Franz a dull boy

Η γραφομηχανή μου χάλασε. Όχι ότι είχα γράψει κάτι μ’ αυτήν. Μόνο αυτά εδώ:

All work and no play makes Franz a dull boy.
All work and no play makes Franz a dull boy.
All work and no play makes Franz a dull boy.
All work and no play makes Franz a dull boy.
...

Μόλις την είδα όμως έτσι χαλασμένη, μού ’ρθε μια έκ-Λαμψη. Πήρα ένα τσεκούρι κι άρχισα μ’ αυτό να γράφω/σπάω την παγωμένη θάλασσα της ψυχής μου. Έγραψα αυτά εδώ:

Ήταν ένα μικρό καράβι, που ήταν αταξίδευτο οέ, οέ, οέ
Κι έκανε ένα μακρύ ταξίδι, μέσα εις τη Μεσόγειο οέ, οέ, οέ
Και μέσα στη φουρτούνα, ήρθε το λιμενικό οέ, οέ, οέ
Και τότε ρίξανε τον κλήρο, να δούνε ποιός θα φαγωθεί οέ, οέ, οέ
Κι αν σας αρέσει η ιστορία, την ξανα-λε-λε-λέω απ’ την αρχή

ΟΕ ΟΕ ΟΕ ΟΕ

Υπέγραψα: Γρηγόρης Σάμσα. Έπειτα λούφαξα στο δωμάτιό μου και κοίταξα να τελειώνω επιτέλους με το κείμενο της χαλασμένης γραφομηχανής.






3. Ήμουν, είμαι και θα είμαι ένα κλισέ 

Τελεια, είπα. [Πρόσεξε: είπα «τελεια»  όχι με τόνο]. Και βούτηξα στο κενό.
Καθώς έπεφτα έλεγα: Im a cliché, Im a cliché, Im a cliché, Im a cliché, Im a cli-.
4 ½ δεύτερα.
Στο τελευταίο cli-,
αυτός που πάτησε το click
*click*
δεν απαθανάτισε το κλισέ που ήμουν.
Μα το κλισέ όπου πλέον 


Δεν ήμουν.


Akiss goodbye


κείμενο στο bibliotheque


Το υποκοριστικό του είναι «Άκης». Δε γνωρίζω ούτε ποιο είναι το βαφτιστικό του, ούτε ποιος –απ’ το οικογενειακό του περιβάλλον προφανώς– ευθύνεται για την… περιστολή του μικρού του ονόματος. Επιπλέον, δε γνωρίζω ούτε τους λόγους για τους οποίους προτιμήθηκε και προωθήθηκε το χαϊδευτικό «Άκης», αντί αυτού που αναγράφηκε επισήμως στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως – μητρική ιδιοτροπία;, εκ των υστέρων διόρθωση ‘επί το λαϊκότερον’ μιας ατυχούς επιλογής ενός ονόματος πομπώδους;, ανώδυνη επικράτηση του ευκολότερου δισύλλαβου έναντι ενός πιθανώς πιο μακρόσυρτου και δυσπρόφερτου;, κάτι άλλο; Ούτε και τον ίδιον τον Άκη γνωρίζω.

Προσωπικά εννοώ. Γιατί σε επίπεδο κοινωνικών συναναστροφών μού είναι όσο να πεις οικεία φυσιογνωμία. Ανταλλάσσουμε ένα «γεια», ένα «καλά;» –τα τυπικά και τα προσχήματα που λεν–, όμως όχι αδιάφορα και βιαστικά, όχι τετριμμένα, αλλά έτσι με μια προθυμία: με μια, ας την πούμε, καλή προαίρεση – εγκάρδια. Κατά τα άλλα, αυτός τη δουλειά του, εγώ τη δική μου. Ούτε φίλοι, ούτε εχθροί. Απλοί γνωστοί. Εκ του μακρόθεν. Αν και οπωσδήποτε υπάρχει ανάμεσά μας μια αμοιβαία εκτίμηση, όπως είπα.

Καμιά φορά σκέφτομαι πως αν πεθάνει ο Άκης θα κλάψω στην κηδεία του. Με φαντάζομαι στις τελευταίες σειρές, στην –όχι και τόσο πένθιμη συνήθως– γαλαρία, ως άγνωστο μεταξύ αγνώστων, βουρκωμένο και ειλικρινά συντετριμμένο. Μια παρουσία σφήνα στη λίστα των αναμενόμενων προσώπων, και κάπως γραφική: «από πού κι ως πού τόση κλάψα για έναν άνθρωπο που όλη κι όλη η επαφή τους ήταν κάποια τυχαία και ανούσια συναπαντήματα;», θ’ αναρωτιούνται ευλόγως, «μήπως μας δουλεύει;», θα σκέπτονται φιλύποπτα, «ή μήπως είναι αγαθιάρης, χαζούτσικος κι ανίκανος να διαχειριστεί στα σοβαρά τη συναισθηματική του φόρτιση, και πρέπει διακριτικά να τον απομακρύνουμε για να διασφαλίσουμε το απρόσκοπτο πέρας της τελετής;». Όπως και νά ’χει, σε πείσμα της σοβαροφάνειάς τους, εγώ θα κλαίω. Κι όχι βουβά.

Καμιά φορά εύχομαι όντως να πεθάνει ο Άκης. Αφενός για να αισθανθώ απελευθερωμένος απ’ τις ηλίθιες συμβάσεις μιας στείρας κοινωνικότητας, και να του δείξω επιτέλους –έστω και αργά, την ύστατη ώρα– πόσο δικό μου άνθρωπο τον θεωρώ, ανεξαιρέτως της μηδαμινής μας αλληλεπίδρασης, κι αφετέρου, (και αυτό μαρτυρά μια μακάβρια ιδιοτέλεια εκ μέρους μου), για να μάθω επιτέλους το πρωτότυπο όνομά του. Εντάξει, παραδέχομαι πως οι δύο αυτοί λόγοι δεν αποτελούν βαρυσήμαντες δικαιολογίες ώστε να εύχεται κανείς τον θάνατο ενός ανθρώπου, και μάλιστα ενός ανθρώπου που, κατά τα λεγόμενά του, τού είναι κάτι παραπάνω από απλά συμπαθής, αλλά νά, κι εγώ άνθρωπος είμαι, με τα πάθη μου και τις παραφορές μου… Ω, μα βέβαια: καμιά φορά εύχομαι όντως να πεθάνει ο Άκης.


Και δεν ντρέπομαι που τ’ ομολογώ. Μιας και αν μπεις στον κόπο να ερμηνεύσεις, βαθύτερα και δικαιότερα, την αλλόκοτη επιθυμία μου, θ’ αντιληφθείς, το δίχως άλλο, πως απλούστατα αποτελεί μια έκφραση –υπερβολική έστω, άκομψη σίγουρα– της ανάγκης μου να εκδηλώσω ό,τι νιώθω γι’ αυτόν. Ας μην υποκρινόμαστε: μπορώ να εικάσω, και μάλιστα με ισχυρή πιθανότητα να βγω αληθινός, πως κι εσύ σκέφτεσαι συχνά-πυκνά παρόμοια πράματα. Ή μήπως δε φαντασιώθηκες ποτέ σου το θάνατο κάποιου άλλου; Ή τον δικό σου – στο «ποιανού τον θάνατο» θα κολλήσουμε τώρα; Σημασία έχει πως κι εσύ μες στο κεφάλι σου σκοτώνεις κόσμο «δι’ ασήμαντον αφορμήν». Σημασία έχει πως μου μοιάζεις… Τι;, το αρνείσαι;.. Χέστηκα.

Μια μέρα που λες, θα βάψω τα χέρια μου με αίμα. Θα τον περιμένω στο γνωστό σημείο που τον απαντάω πάντοτε, και ακαριαία, μ’ έναν τρόπο που ακόμα επεξεργάζομαι μα πάντως όχι αναίμακτο, θα τον στείλω στα θυμαράκια. Ύστερα, με διάθεση γκανγκστερική, θα σηκώσω τους γιακάδες του παλτού μου, θα σκύψω το κεφάλι μου, και θα χαθώ μες στα στενά με βήμα γρήγορο. Μια μέρα – αλλά μην ανησυχείς, μέχρι τότε έχει ψωμιά να φάει ακόμα ο Άκης.

Ύστερα θα περιμένω στην κρυψώνα μου, θα λουφάξω όσο είναι απαραίτητο, και θα βγω μονάχα για να παρασταθώ στην κηδεία του. Εκεί, θα σφίγγω τα μέχρι πρότινος ματωμένα χέρια μου με τους τεθλιμμένους συγγενείς –άραγε νά ’χει μεγάλο σόι ο Άκης;–, θα κάνω μορφασμούς συμπόνιας, θα κερνάω τσιγάρα στους απαρηγόρητους, κι αν, λέω αν, ο Άκης τυγχάνει νά ’χει γυναίκα –που έχει σίγουρα–, θα την πέσω από κοντά στη χήρα του, και θα της γίνω στενός κορσές, τόσο που, πού θα πάει;, θα ενδώσει: ευάλωτη και πικραμένη όπως θά ’ναι, θα με προτιμήσει γι’ αντικαταστάτη. Σε λίγο καιρό θα μπαινοβγαίνω στην κρεβατοκάμαρά τους – μπορεί και να φοράω τις πυτζάμες του: τί;, απίθανο; Καλά…

Κάποια στιγμή, «πρόσφορη» καθώς λεν, θα μας πιάσει η νοσταλγία –εκείνη δηλαδή, γιατί εμένα στα τέτοια μου–, και καθώς θα μιλάμε για τον Άκη, κι ο Άκης αυτό, κι ο Άκης εκείνο, και ήταν καλός ο μακαρίτης, θ’ αρπάξω την ευκαιρία και θα ρωτήσω, δήθεν από απλή περιέργεια: «Και για νά ’χουμε καλό ρώτημα, από πού βγαίνει το Άκης;». «Από πού στο διάολο», θα έχω πει. Αλλά από μέσα μου.

«Αγόρι μου», θα μου πει τότε, είμαι σίγουρος, «εμένα ρωτάς; Δικό σου όνομα είναι».

Κάθε που μου το λέει αυτό παίρνω ανάποδες, γίνομαι έξω φρενών. «Ρε», της λέω ωρυόμενος τόσο που δεν μπορεί να καταλάβει τί λέω, «πόσο θα σου πάρει να καταλάβεις ότι ο Άκης πάπαλα!· πάει!· πέθανε!».

«Εντάξει Άκη μου», μου λέει τότε, «εντάξει μην κλαις· μην κλαις μωρό μου, μη» και μετά όλο «σσσσς» και «ο ο το μωρόόόό».

Με βάζει στην κούνια και μου δίνει ένα φιλί για καληνύχτα. «Καληνύχτα Άκη μου…».

«Οιδίποδας γαμώτο μου, Οιδίποδας», φωνάζω τότε εγώ, αλλά ποιός μ’ ακούει… 




Η αβάσταχτη ελαφρότητα της βαριοπούλας


«Ο Χάρος βγήκε παγανιά (…) κι από μια πόρτα χαμηλή, από μια σκοτεινή αυλή, βγήκε κλεφτά, κλεφτά ο σιδεράς, ο σιδεράς και τού ’πε λόγια της χαράς»*… Μμμμμ, μίλα μου γι’ αυτόν τον σιδερά…  

(κείμενο για Τα Νέα του Βελγίου)


Ποιος είναι τέλος πάντων αυτός ο σιδεράς, που ξεπροβάλλει στα κλεφτά, σκαστά και φευγαλέα, και οπωσδήποτε ανεξήγητα; Ποιος είναι αυτός ο… σίγουρα όχι τυχάρπαστος, που εμφανίζεται αιφνίδια, αυθόρμητα κι αυτόκλητα; Ποια εσωτερική παρόρμηση είναι αυτή που τον ωθεί –φρόνιμα και σεμνά είν’ η αλήθεια, μα και κάπως ασυγκράτητα– να παρουσιαστεί στο κατώφλι της ταπεινής πορτούλας του; Κι επιπλέον, τι σόι λόγια είναι αυτά που απευθύνει του Χάρου, ώστε να χαρακτηρίζονται «λόγια της χαράς»; Εν τέλει, τι δικαιοδοσία μπορεί να έχει ένας σιδεράς, ώστε να θεωρεί τον εαυτό του άξιο συνομιλητή ενός Χάρου, που μόλις προηγουμένως «βγήκε παγανιά», και μάλιστα με μια τέτοια ακόρεστη για θάνατο μανία, που τον έκανε να «χάσει το λογαριασμό»;

Οι άνθρωποι, λέει ένας παλιός κανόνας, θέτουν στον εαυτό τους μόνο τα ερωτήματα που μπορούν να λύσουν, κι ως προς αυτό, τα παραπάνω ερωτήματα δεν αποτελούν εξαίρεση. Ακολουθήστε με…

Ας φανταστούμε αυτόν τον σιδερά στο εργαστήρι του: αμόνια, φυσερά, καμίνια, καλούπια πήξεως, χυτήρια, και κρεμασμένα στους τοίχους τα σύνεργα του επιτηδεύματός του όπως σφυριά, βαριοπούλες, τανάλιες, σπάστες και άλλα σχετικά της τέχνης του σιδηρουργού. Ατμόσφαιρα εξόχως πνιγηρή, θερμοκρασίες υψηλές, θόρυβος, μουντζούρα και μυϊκός μόχθος: εργασιακό περιβάλλον ενός επαγγέλματος που με στοιχειωδώς λογικά κριτήρια κατατάσσεται στα βαρέα και ανθυγιεινά. Ο σιδεράς μας είναι ένας άνθρωπος του αγώνα – και μάλιστα ενός άνισου αγώνα. Το εργαστήρι του, ακολουθώντας οικονομικά φθίνουσα πορεία, μιας και οι νέες τεχνολογίες και αυτοματισμοί εκτόπισαν τελεσίδικα τον παραδοσιακό χειρώνακτα, φυτοζωεί: χαρακτηριστικά, ο δύστυχος ο σιδεράς μας είναι ένας απ’ τους ελάχιστους τεχνίτες του είδους των πάππου προς πάππο μεροκαματιάρηδων βιοπαλαιστών που απέμεινε. Η είσοδος για το μικρομάγαζο που διατηρεί με θυσίες αιματηρές, βλέπει σ’ έναν σκοτεινό και πολύ περιορισμένο ακάλυπτο, ενώ το μονοπάτι που οδηγεί προς αυτήν, δεν είν’ άλλο από ένα τόσο-δα στεναδάκι μεταξύ δύο, παρά τρίχα εφαπτόμενων πολυκατοικιών. Αναδουλειές: ο σιδεράς μας είναι απαρηγόρητος… Αν η φαντασία σας είναι αρκούντως εύφλεκτη ώστε ήδη ζωντάνεψε στο μυαλό σας η βραχύσωμη φιγούρα ενός τσουρουφλισμένου σιδερά, συνεχίζουμε. Αν πάλι όχι, δεν έχετε παρά να την πυροδοτήσετε – στο κάτω-κάτω το εν λόγω εργαστήρι είναι γεμάτο φλόγες και σπινθήρες. Όπως και νά ’χει, παρακαλώ, ακολουθήστε με…

Ας φανταστούμε ακολούθως ότι τον σιδερά μας επισκέπτεται ο Χάρος –ο ποιος;– ναι, ο Χάρος. Αυτοπροσώπως, και μάλιστα στη δυτική του απεικόνιση: μαυροφορεμένος πάνω ως κάτω, με κείνη την παχιά κουκούλα που συσκοτίζει τη νεκροκεφαλή του, σκελετωμένος, και ψηλέας – παρά την εξόφθαλμη κύφωσή του. Αφού φτύσουμε τρις στον κόρφο μας για να τον ξορκίσουμε αποτελεσματικά, ας ικανοποιήσουμε τη νοσηρή μας περιέργεια ως προς το λόγο της επίσκεψης της Αυτού Εξοχότητας (ευφημισμός προς κατευνασμό τυχόν… ορέξεων): το δρεπάνι του, λόγω της υπερβολικής ενίοτε, μα πάντως ακατάπαυστης χρήσης του, είναι για τα παλιοσίδερα. Οπότε, τι πιο φυσιολογικό απ’ το να παραγγείλει του σιδερά ένα νέο προς αντικατάστασή του.

Ο ταλαίπωρος ο σιδεράς μας, αν και παραλυμένος απ’ τον τρόμο που του ασκεί μια τέτοια αφύσικη παραγγελία, αναλαμβάνει την πρόκληση, βάζει όλη του την τέχνη ο έρμος, και παραδίδει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ένα ολοκαίνουργιο, στην εντέλεια σφυρηλατημένο, δρεπάνι. Ε, τί λες κι εσύ, δεν είναι επόμενο στην πρώτη εφαρμογή αυτού του έργου των χειρών του, να βγει στην ανήλιαγη αυλή του και –έστω συνεσταλμένα, αφού σα θνητός έχει συνείδηση του πόνου για τον οποίο ως οπλοποιός έμμεσα ευθύνεται– να πανηγυρίσει; Είναι δυνατόν να μην καυχηθεί κι αυτός λιγάκι, να μη διαδηλώσει τη χαρά του; Ανθρώπινος ο σιδεράς μας άλλωστε, πολύ ανθρώπινος, κι αυτή του η χαρά, μπορεί προκλητική, μπορεί ανάρμοστη, μα πάντως δικαιολογημένη είναι. Για σκέψου: το δρεπάνι του είναι λίαν αποτελεσματικό, δουλεύει δίχως κανένα πρόβλημα, σκίζει (κατά κυριολεξία) και πάει – ο Χάρος ξεπάστρεψε σερί μια ολάκερη γειτονιά με δαύτο. Αλλά λέω να μην επεκταθούμε άλλο, αρκετά μακάβρια όλα αυτά, συγχωρέστε με…

Αν με ακολουθήσατε ως εδώ, αφενός έχετε αυτό που εννοούμε λέγοντας «γερό στομάχι», κι αφετέρου, ας πούμε ότι μέσες-άκρες κατατοπιστήκατε σχετικά. Όμως ακούστε κι αυτό:

Τις προάλλες είδα αυτόν τον σιδερά στο δρόμο. «Πως παν τα πράματα», τον ρώτησα, «Περίεργα», μ’ απάντησε. «Γιατί;», απόρησα, και δικαίως, αφού η επίσκεψη της υψηλής του πελατείας ήταν όσο να πεις μια ευχάριστη –για τον ίδιο βέβαια– συγκυρία. «Μού ’χει μείνει αμανάτι το παλιό δρεπάνι», είπε. «Ε και;», ήταν η δικιά μου αντίδραση. «Δουλεύει», μού ’κανε ψιθυριστά. Κι ήταν αυτό το μονολεκτικό «δουλεύει» σαν… ήταν περίπου σαν… έτσι ακούστηκε δηλαδή σαν… χαρούμενο…

Αν στο σημείο αυτό ήμουν κινηματογραφική ταινία, θα επέλεγα να τελειώσω αιφνιδιαστικά κάπως έτσι: μαύρο στην οθόνη και μια δρεπανιά να σκίζει ακαριαία και μ’ ένα εκκωφαντικό χράάάάτς!, οριζόντια το τελευταίο καρέ μου. Αλλά δεν είμαι. 

Κι αυτά όλα μωρέ, εδώ που τα λέμε, μόνο στα έργα γίνονται… 

…Μ’ ακολουθεί Κανείς;..


----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

*Στίχοι ρεφρέν από το τραγούδι του Μάνου Ελευθερίου Ο Χάρος βγήκε παγανιά (Μουσική: Δήμος Μούτσης, Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Μητροπάνος, LP: «Άγιος Φεβρουάριος» - 1971)

Απαραίτητη σημείωση: Το κείμενο δεν έχει καμία πρόθεση να (δι)ερμηνεύσει τους στίχους του τραγουδιού Ο Χάρος βγήκε παγανιά, ούτε αποτελεί, κατά κανέναν τρόπο, απάντηση στο σχολικού τύπου ερώτημα «Τι εννοεί ο ποιητής;». Συνδιαλέγεται μόνο αποσπασματικά μαζί του, σε ένα πλαίσιο παντελώς αυθαίρετο, και δεν επιδιώκει να προσθέσει απολύτως τίποτε σε όσα ο δημιουργός του Μ. Ελευθερίου εννοεί, υπονοεί και συμβολίζει με τα λόγια του.


Κάιν (a sci-fi story)


Ο Κάιν είπε στον Άβελ τον αδελφό του: «Ας πάμε στον αγρό». Ενόσω, λοιπόν, βρίσκονταν στον αγρό, επιτέθηκε ο Κάιν στον Άβελ τον αδελφό του και τον σκότωσε.
[Γένεση 4:4-8]


Μυστηριώδες αντικείμενο (πέτρα) έκανε ξαφνικά (18/1) την εμφάνισή του δίπλα στο ρομπότ-όχημα της NASA 'Opportunity', που διεξάγει έρευνες στο έδαφος του πλανήτη Άρη. Οι επιστήμονες δηλώνουν ότι είναι σε πλήρη σύγχυση, καθώς το αντικείμενο εμφανίστηκε σε μια προεξοχή που ήταν άδεια πριν από δύο ημέρες. Ένας απ' αυτούς δήλωσε: "Είδαμε αυτό το βράχο ξαφνικά εδώ. Φαίνεται λευκός στην άκρη, ενώ στο κέντρο του διακρίνεται σκούρο, κόκκινο χρώμα''...
(πηγή: NewScientist

*

Αυτή τη φορά δε χρειάστηκε το πρόσχημα των θυσιών. Ούτε και τα εκλεκτικά ρουθούνια ενός Θεού, αυστηρώς κρεατοφάγου, να υποκρίνονται γελοιωδώς τον κόντρα ρόλο του vegetarian. Άλλωστε έχει αποδειχθεί στην πράξη πως τα πιστά remake πάνε άπατα. Αυτή τη φορά δε χρειάστηκε ούτε αγρός.

Απλώς μαζεύτηκαν οι τρεις τους. Η παλιοπαρέα. Ένας Θεός ξέρει τί είπαν, τί κουβέντιασαν. Το σίγουρο είναι πως στα παρασκήνια πέρασαν υπέροχα κι αυτό, ξέρετε, βγαίνει και προς τα έξω. 

Τα υπόλοιπα είναι μια γνωστή ιστορία: η πέτρα, η χειροδικία, το ανοιγμένο κεφάλι.

Όμως γιατί αποφάσισαν να μαζευτούν ξανά οι τρεις τους; Γιατί να παίξουν ξανά το ίδιο έργο; Γιατί επέλεξαν τον Άρη; Και κυρίως, πως και ξέχασαν στην κατακόκκινη επιφάνειά του το ματωμένο όργανο του εγκλήματος;

Χμμμ...

Όπως και νά ’χει, ένας διαστημάνθρωπος ήδη ταξιδεύει στο κενό με μια κόκκινη βούλα στην κάσκα του…


Εγώ, είναι ένας άλλος - Ποιος Άλλος;


Το είπε ο Ρεμπώ: «Εγώ, είναι ένας άλλος». Όμως, γαμώτο μου Αρθούρε μου: Ποιος Άλλος;


(κείμενο για Τα Νέα του Βελγίου)

Φράση απ’ τον Εκκλησιαστή: «Ό,τι υπήρξε θα ξαναϋπάρξει, κι ό,τι έγινε θα γίνει κάποτε ξανά. Τίποτα δεν είναι καινούριο πάνω σ’ αυτή τη γη». Δύο σχόλια κι ένα συμπέρασμα. Σχόλιο πρώτο: Δε μ’ αφορούν οι θεολογικές ερμηνείες των λεγομένων του υιού του Δαβίδ, βασιλέως του Ισραήλ εν Ιερουσαλήμ, και επονομαζόμενου Εκκλησιαστή. Σχόλιο δεύτερο: ο Σολομών –γιατί περί αυτού πρόκειται– απλά διατύπωσε με άλλα λόγια, κι όχι δίχως κάποια διάθεση αποκρυφιστική, την κοινώς παραδεδεγμένη αντίληψη που αποφαίνεται ότι «ο Άνθρωπος δεν αλλάζει». Όμως, τι θα πει «δεν αλλάζει»; Θαρρώ πως σημαίνει ότι είναι καταδικασμένος απ’ τη φύση του να ζει, ξανά και ξανά, τις ίδιες και τις ίδιες εκφάνσεις αυτής ακριβώς της φύσης του. Έτσι, εις το διηνεκές, ο Άβελ τιμωρείται με την ποινή του θανάτου από τον Κάιν, η Αντιγόνη θάβει κατά παράβασιν του Νόμου τον Πολυνείκη, ο Πιλάτος υπεκφεύγει εύσχημα της σταύρωσης ενός αθώου. Εις το διηνεκές, ο Καλιγούλας χρίζει συγκλητικό το αγαπημένο του άλογο, τον Μεσαίωνα ξεπλένει η Αναγέννηση, ο Καντ ορίζει το Διαφωτισμό, κι ο Ιαβέρης αυτοκτονεί στον Σηκουάνα. Συμπέρασμα: Ο ανθρώπινος κόσμος, δηλαδή το πλήθος των εκδηλώσεών του, είναι εξαιρετικά πεπερασμένος. Όλες οι εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης έχουν διαπιστωθεί και, ανέκαθεν, αναπαράγονται ατέρμονα– «ουδέν καινόν υπό τον ήλιον» λοιπόν, διαπιστώνω κι εγώ με τη σειρά μου…

Τούτη η θεώρηση, σχηματικά αναπτυγμένη στο περιορισμένο εύρος μιας απλής παραγράφου, φιλοδοξεί –κι αλίμονο!: το πετυχαίνει– να πληροφορήσει τον αναγνώστη ότι, ούτε αυτός, ούτε και κανένας άλλος πάνω σ’ αυτή τη γη, πρόκειται να ζήσουν διαφορετικά την εκδοχή του εαυτού που επέλεξαν να είναι, απ’ όσους προγενέστερους –ή μεταγενέστερους– ζήσαν όμοια. Μοιάζει όλοι να ενδυόμαστε μορφές από μία απαράλλαχτη «διαθέσιμη γκαρνταρόμπα»· μοιάζει να είμαστε οι αναπόφευκτες μορφές μιας, πολύ συγκεκριμένης ως προς τις προσφερόμενες επιλογές, «πρωτεϊκότητας». Μπορεί βέβαια –κι αυτή είναι άλλη μια παραδεδεγμένη αντίληψη– να λέγεται ότι «κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός», που θα πει αναπτύσσει πρωτοβουλίες που τον συνιστούν ανεπανάληπτα, κι ο Καλιγούλας για παράδειγμα να μη χρίζει πια συγκλητικό ένα άλογο, ωστόσο, η αυθαιρεσία της εξουσίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη μ’ αυτό που εννοούμε όταν λέμε «πράσσειν άλογα»· ή, ακόμη, αν και δεν απαντάται πλέον εύκολα ένας Ρωμαίος και μία Ιουλιέττα, καθότι οι εποχές πιο υποψιασμένες, πάντως σίγουρα, όποιος είναι Ρωμαίος πράγματι, ακόμα φαρμακώνεται αν τα φέρει η τύχη έτσι και στερείται την Ιουλιέττα του. Εν τέλει ο Ιαβέρης, μπορεί να είναι ένας μπάτσος που να μη συγκινείται από λουλούδια στην κάνη του πιστολιού του –πόσο μάλλον ν’ αυτοκτονήσει όταν ένας φτωχοδιάβολος Αγιάννης τού αποδείξει την ανωτερότητα της ανθρωπιάς του–, ωστόσο, νύχτες μετά από άγριο μεθύσι, ψάχνει λυσσασμένα την καλή του τη στολή με το παράσημο ανδρείας έτοιμο καρφιτσωμένο πάνω της, και το φτύνει– αν βέβαια είναι πράγματι Ιαβέρης. Και, πάντως, η Αντιγόνη μπορεί να μη βρεθεί ποτέ ξανά εμπρός σε παρόμοιο δίλημμα, αφού ο Δήμος των Θηβών σα να εκπολιτίστηκε αποκτώντας σύστημα υγειονομικής ταφής απορριμμάτων, πάρα ταύτα, η πραγματική Αντιγόνη, πάντα απεργάζεται το σαμποτάζ στους Κρέοντες. Πιλάτοι δε, όσοι και οι νιπτήρες, και συνεπέστατοι στο δόγμα της «πολιτικής των ισορροπιών». Ώστε, αν και «κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός», που θα πει δικιά του εφεύρεση, αυτή του η μοναδικότητα μόνο μοναδικότητα δε συνιστά, καθώς όλες –μα όλες– αυτές οι «εφευρέσεις» έχουν νωρίτερα, στα βασικά τους γνωρίσματα, πατενταριστεί απ’ άλλους. Φυσικά Εκκλησιαστή μου: «ο Άνθρωπος δεν αλλάζει» και «ουδέν καινόν υπό τον ήλιον»· είμαστε ένα αδιάκοπο σούρτα-φέρτα επαναλαμβανόμενων εκδοχών της ανθρώπινης φύσης· ο Καλιγούλας, ο Πιλάτος, ο Ρωμαίος, ο Ιαβέρης, η Αντιγόνη, ο Κάιν– τι ματαιοπονία!, το λες κι εσύ, κεφάλαιο 1, στίχος 2: «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης».

Για όλους λοιπόν ισχύει ό,τι ακριβώς ορίζει ο πρώτος κανόνας της ζωγραφικής: όλα τα χρώματα αποτελούν απλώς αποτυπώσεις που ανάγονται στα τρία βασικά– κόκκινο, κίτρινο και μπλε· έτσι, όλοι συνιστούμε απλώς υποπεριπτώσεις πεπερασμένων και πολύ συγκεκριμένων ανθρώπινων περιπτώσεων. Τούτες οι περι-πτώσεις, έχουν εγχαρακτεί δια παντός στο «μαύρο κουτί» της ανθρώπινης ατράκτου, που ορίζει εσαεί τη βασική γραμμή πλεύσης που ακολουθεί κάθε «περιπλανώμενος του βίου», περιέχοντας τις ταυτότητες όλων των επιβατών– όπου, ως «επιβάτες» λογίζονται –ευθέως ανάλογα με το παράδειγμα των χρωμάτων– οι βασικοί ανθρώπινοι τύποι, απ’ τους οποίους προκύπτουν όλες οι δυνατές παραλλαγές: οι αποχρώσεις. Έτσι, ο καθένας ταξιδεύει τον επιβάτη του, συνταξιδεύει, όπως συνταξιδεύει στο μωβ το κόκκινο και το μπλε, κι ως προς αυτό:

σκέψου τη Μαρία, απόφοιτο της σχολής Καλών Τεχνών, βαδίζει και σκέφτεται ένα ηλιοτρόπιο του Βαν Γκογκ, το σκέφτεται και ασυναίσθητα πειράζει το σκουλαρίκι στ’ αυτί της, όλη της η σκέψη είναι αυτό το ηλιοτρόπιο, ένα κατακίτρινο ολοστρόγγυλο βλέφαρο και στη μέση ένα μαύρο μάτι, το βλέπει σαν Κύκλωπα, είναι ένας Κύκλωπας εκτυφλωτικός, την τυφλώνει, ίδια Οδυσσέας τώρα περιπλανιέται στις οδούς της πόλης, ίδια Οδυσσέας θα δέσει κάβους και θα λύσει κάβους, φύση περιπετειώδης, θα ταξιδέψει πολύ σ’ όλες της μεριές της πόλης, ίδια Οδυσσέας θα βουλώσει τ’ αυτί με το σκουλαρίκι και θ’ απομονωθεί απ’ όλους, γυρεύει χρόνια-τώρα κάτι που θα το πει Ιθάκη, θα βρει ένα παλιό μπουρδέλο, όπου μνηστήρες ασκούνταν στην αναμονή μέχρι να τους δεχτεί η πόρνη, θα τ’ ονομάσει πατρίδα, και θα εκθέσει το ταξίδι της· σε μια γωνιά θά ’χει ρίξει φλούδια από ηλιόσπορο, θ’ αφήσει το έργο «Άτιτλο», ελλειπτικό μιας Οδύσσειας από παγκάκι σε παγκάκι μιας αφιλόξενης πόλης. 

Ή, πάλι, σκέψου μιαν άλλη Μαρία· πλένει τα πιάτα στο νεροχύτη, είναι λιγάκι τσαπατσούλα, βιαστική, ένα πέρασμα με σαπουνάδα κι ένα ξέπλυμα στα γρήγορα, της αρέσουν τα αστυνομικά, διαβάζει μανιωδώς τα κατορθώματα του Ηρακλή Πουαρό, γι’ αυτό και βιάζεται, ο Πουαρό έχει ήδη επιστρατεύσει τα εγκεφαλικά του κύτταρα και πρόκειται να ξεδιαλύνει το μυστήριο, κι όμως, η Μαρία διέκοψε ακριβώς επάνω στην κορύφωση της ιστορίας, εκεί όπου η αγωνία την κάνει να κατατρώει τα νύχια της και να κρυφοκοιτά κάμποσες γραμμές παρακάτω καθώς διαβάζει, είναι ένα τρικ, ένα αναγνωστικό βήμα πρωθύστερο, η ταυτότητα του δολοφόνου είναι κάπου εκεί, λίγες σειρές παρακάτω, η Μαρία το ξέρει, κι όμως, παράτησε τη σελίδα για να πλύνει τα πιάτα, και τώρα τα πλένει κακήν-κακώς, ίδια Ευρύκλεια ξεπλένει τη στοίβα με τ’ άπλυτα όπως εκείνη το κορμί του κύρη της, μόλις ανακαλύπτει την αλήθεια: η ώρα που περίμενε έφτασε, κι ίσως νά ’ταν καλύτερα να μη φτάσει, γιατί τελειώνει η ιστορία, κι ύστερα επιστρέφεις στα καθημερινά βάσανα, μαγείρεμα-φασίνα-μπουγάδα, όλα να τα προλάβεις, ίδια Ευρύκλεια που έμαθε να ζει μ’ αρθριτικά, ψυχή του σπιτιού, σε σπίτι ψυχοβγάλτη. 

Και σκέψου τη Μαρία κωλ-γκέρλ, μυρίζει σπέρμα και κολόνια ακριβής αλυσίδας, χρεώνει με βάση τον τρέχοντα «τιμοκατάλογο», η σάρκα της ακολουθεί την κύμανση μεταξύ πληθωρισμού κι αποπληθωρισμού, δεν έχει «αντικειμενική αξία», η σάρκα της είναι ο Σάντσο Πάντσα, ακολουθεί πειθήνια έναν τρελό δελαπατρίδη νταβατζή: τον Δον Καπιταλισμό πασών των Αγορών. Και τη Μαρία τηλεφωνήτρια στατιστικής υπηρεσίας, θέση 23– όσα και τα χρόνια της, γράφει ποιήματα ερωτικά, πικρά, είναι χαζούλα και πνίγεται σε μια κουταλιά νερό, είναι παρθένα και φοβάται μήπως μείνει για πάντα, έχει εθιστεί στο τηλεφωνικό σεξ, βρίσκει αγνώστους μέσω ίντερνετ και αυνανίζεται ενοχικά, στατιστικά προτιμά αυτούς που τη λένε «καύλα» κι όχι «μωρό», όπως Σαλώμη στο τέλος της τηλεφωνικής πράξης θέλει να τους πάρει το κεφάλι, τους μισεί, όπως μισεί τα επταψήφια τηλεφωνικά νούμερα πρωτευούσης, καθένα τους κι ένα πέπλο που σαβανώνει την αυτοεκτίμησή της– στο τέλος πάντα θέλει να τους πάρει το κεφάλι, τους μισεί, πρόδρομοι όλοι τους της πιο υγρής, της πιο απτής, εσωστρέφειας.

Και σκέψου τη Μαρία.., και τη Μαρία.., και τη Μαρία– και τη Μαρία μαθήτρια της πρώτης Δημοτικού, πριν λίγο έγραψε με ωραία καλλιγραφικά γράμματα όλη την αλφαβήτα, δε σταμάτησε να έχει τη γλώσσα της μαγκωμένη ανάμεσα στα χείλη, να ξεπετάγεται απ’ τα πλάγια, στο «ρο μικρό» κότσαρε στην ουρίτσα του έναν σαλίγκαρο, όπως στο όνομά της, ο πατέρας της θα φυλάξει το τετράδιο, όταν μεγάλη πια ανοίξει την κούτα με τα σχολικά, και ξεφυλλίσει τα τετράδιά της, δε θα ντραπεί για τα ορθογραφικά της, υπογραμμισμένα και διορθωμένα με κόκκινο στυλό, θα ντραπεί γι’ αυτή την ουρίτσα, θα ντραπεί γι’ αυτόν τον σαλίγκαρο, θα τον θεωρήσει –στη γλώσσα των μεγάλων– «εξτραβαγκάντζα», ίδια Ηρόστρατος θα σκίσει τη σελίδα και θα της βάλει φωτιά, ύστερα, μόλις αντιληφθεί ότι το καρτελάκι στο εξώφυλλο αναγράφει «Μαρία» με σαλίγκαρο, θα βάλει σ’ όλο το τετράδιο φωτιά, θα θεωρήσει κι αυτή την κίνηση «εξτραβαγκάντζα», ίδια Ηρόστρατος θα κάψει τον παιδικό της κόσμο, και ίδια Εφέσιοι θ’ απαγορέψει έτσι τη μνεία του παιδικού της ονόματος. Και σκέψου όλες τις Μαρίες της γης σα Μαρίες-μπαταρίες, φορτισμένες απ’ το ίδιο ανθρώπινο καύσιμο που κάψανε άλλοι πριν απ’ αυτές, ρυθμισμένες στην ίδια ανθρώπινη πολικότητα που παγίωσαν άλλοι πριν απ’ αυτές, να ζωντανεύουν μέσα τους, και να ζούνε μέσα τους, άλλους, που ζήσανε πριν απ’ αυτές…

Χρειάστηκαν τελικά περίπου τρεις πυκνογραμμένες κόλες και αρκετές Μαρίες, για να αποδοθεί μια σκέψη που ο Ρεμπώ συνόψισε άψογα, και πλέον αποκαλυπτικά, σε τέσσερεις μόλις λέξεις: «Εγώ, είναι ένας Άλλος».

Σύμφωνοι λοιπόν Αρθούρε μου, όμως το γαμημένο θέμα μου είναι… «Ποιος Άλλος;».